3,270,629
edits
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui blâme, censeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui blâme, censeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α [[ἐπιτιμητής]]) [[επιτιμώ]]<br />ο [[κατήγορος]], αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων [[βαρύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμητής]] («νῡν δέ αὑτοὶ [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[τιμωρός]] («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς [[ἡγούμενος]] τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |