εὐπόλεμος: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />habile <i>ou</i> heureux à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πόλεμος]].
|btext=ος, ον :<br />habile <i>ou</i> heureux à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πόλεμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπόλεμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πόλη]] ή για τη θεά Νίκη) δοξασμένος στον πόλεμο, [[νικητής]]<br /><b>2.</b> (για πολεμιστές) ο [[άξιος]], ο [[ικανός]] στον πόλεμο.
}}
}}