3,276,318
edits
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[cabezuela espinosa del cardo ajonjero]] τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ [[ἄνθος]] ἢ καὶ ὁ καρπὸς [[ἄκανος]] Thphr.<i>HP</i> 6.4.3, σπερματικὸς [[ἄκανος]] Thphr.<i>HP</i> 6.4.9.<br /><b class="num">2</b> [[cardo ajonjero]], [[Atractylis gummifera L.]], Thphr.<i>HP</i> 1.10.6, 9.12.1, Sm.<i>Ib</i>.31.40, Olymp.<i>Iob</i> 31.40 (cf. [[ἄκαν]]).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. 2 [[ἀκή]], ἀκίς. | |dgtxt=-ου, ὁ<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[cabezuela espinosa del cardo ajonjero]] τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ [[ἄνθος]] ἢ καὶ ὁ καρπὸς [[ἄκανος]] Thphr.<i>HP</i> 6.4.3, σπερματικὸς [[ἄκανος]] Thphr.<i>HP</i> 6.4.9.<br /><b class="num">2</b> [[cardo ajonjero]], [[Atractylis gummifera L.]], Thphr.<i>HP</i> 1.10.6, 9.12.1, Sm.<i>Ib</i>.31.40, Olymp.<i>Iob</i> 31.40 (cf. [[ἄκαν]]).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. 2 [[ἀκή]], ἀκίς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄκανος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αγκαθιού<br /><b>2.</b> η αγκαθωτή [[κορφή]] μερικών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]», από όπου με μια [[σειρά]] ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως [[ἄκαινα]], [[ἀκόνη]] [[ἄκων]], [[ἀκόντιον]], που συνδέονται όλες με τη [[σημασία]] του «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[αιχμηρός]]». Ειδικότερα η λ. [[ἄκανος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[βοτανικός]] όρος (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἄκανθα]]), [[αφού]] σχηματίστηκε όπως [[πολλά]] άλλα ονόματα [[φυτών]] με το [[επίθημα]] -<i>ανος</i> (<i>ἄκ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>βάλ</i>-<i>ανος</i>, <i>πλάτ</i>-<i>ανος</i>, <i>πύ</i>-<i>ανος ράφ</i>-<i>ανος</i> κ.ά. Η λ. [[ἄκανος]] μαρτυρείται [[άπαξ]] με τη [[μορφή]] αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως [[ἄκαν]], -<i>ανος</i>. Ακόμη [[είναι]] η λ. που απετέλεσε [[πιθανώς]] τη [[βάση]] για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου [[ἄκανθα]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκανίζω]], [[ἀκανικός]], [[ἀκάνιον]], [[ἀκανώδης]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-]. | |||
}} | }} |