ἡμέτερος: Difference between revisions

16
(T22)
(16)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἡμετέρα, ἡμέτερον ([[ἡμεῖς]]), possessive pronoun of the 1st [[person]] plural (from [[Homer]] [[down]]), [[our]]: [[with]] a [[substantive]], ); st bez); οἱ ἡμέτεροι, substantively, '[[our]] [[people]],' (the brethren): τό ἡμέτερον substantively: WH [[text]] Cf. Winer s Grammar, § 22,7ff; Buttmann, § 127,19ff.)  
|txtha=ἡμετέρα, ἡμέτερον ([[ἡμεῖς]]), possessive pronoun of the 1st [[person]] plural (from [[Homer]] [[down]]), [[our]]: [[with]] a [[substantive]], ); st bez); οἱ ἡμέτεροι, substantively, '[[our]] [[people]],' (the brethren): τό ἡμέτερον substantively: WH [[text]] Cf. Winer s Grammar, § 22,7ff; Buttmann, § 127,19ff.)  
}}
{{grml
|mltxt=-έρα, -ο (AM [[ἡμέτερος]], -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο [[δικός]] μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για έναν κτήτορα [[αντί]] του ενός) ο [[δικός]] μου (α. «η ημετέρα [[γνώμη]]» β. «ἵν' [[ἔπος]] ἀκούσῃς ἡμέτερον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι ημέτεροι</i><br />οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται [[συνήθως]] [[παράνομα]] και αντικανονικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα [[μεγαλειότης]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμετέρα</i><br />η [[χώρα]] μας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ἡμέτερον</i><br />όσον αφορά εμάς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡμέτερα</i><br />η [[ιδιοκτησία]] μου, η [[περιουσία]] μου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — [[είναι]] με το [[μέρος]] μας<br />β) «τὸ ἡμέτερον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] τών άλλων [[προς]] εμάς<br />γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκά</i>-<i>τερος</i>, <i>έ</i>-<i>τερος</i>)].
}}
}}