καταμαίνομαι: Difference between revisions

19
(6_20)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμαίνομαι''': παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος [[ἐναντίον]] τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.
|lstext='''καταμαίνομαι''': παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος [[ἐναντίον]] τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταμαίνομαι]] (Α)<br />κατέχομαι από [[μανία]], [[ενεργώ]] ως μαινόμενος [[εναντίον]] κάποιου.
}}
}}