εὐκέφαλος: Difference between revisions

15
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκέφᾰλος''': -ον, καλὴν ἔχων κεφαλήν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4.
|lstext='''εὐκέφᾰλος''': -ον, καλὴν ἔχων κεφαλήν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλή [[κεφαλή]].
}}
}}