Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαναβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπαναβήσομαι;<br /><b>1</b> monter sur, <i>abs.</i> monter à cheval;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> monter vers, dans l’intérieur d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναβαίνω]].
|btext=<i>f.</i> ἐπαναβήσομαι;<br /><b>1</b> monter sur, <i>abs.</i> monter à cheval;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> monter vers, dans l’intérieur d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαναβαίνω]] και ποιητ. τ. [[ἐπαμβαίνω]] (AM) [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («κἄπειτ' ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ [[φροντιστήριον]] τὸ τέγγος κατάσκαπτ'», Αριοτοφ.)<br /><b>2.</b> (για [[αξίωμα]]) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για αρχές και αίτια) [[ανεβαίνω]] αναζητώντας<br /><b>4.</b> [[υπερβαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ηλικία]]) [[ενηλικιώνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αστέρι]]) [[φαίνομαι]] στον ορίζοντα<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[βατεύω]]<br /><b>3.</b> (για [[κακό]]) [[επανέρχομαι]]<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]] [[προς]] τα μεσόγεια<br /><b>5.</b> [[υπερέχω]]<br /><b>6.</b> [[ερευνώ]] τις ύψιστες αρχές των όντων<br /><b>7.</b> (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το έπαναβεβηκος</i> ή <i>ἀρχὴ ἐπαναβεβηκυῑα</i><br />η ακρότατη, η ύψιστη [[αρχή]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναβαίνω Medium diacritics: ἐπαναβαίνω Low diacritics: επαναβαίνω Capitals: ΕΠΑΝΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: epanabaínō Transliteration B: epanabainō Transliteration C: epanavaino Beta Code: e)panabai/nw

English (LSJ)

poet. ἐπαμβ-, Opp.H.3.638:—

   A get up on, mount, ἐπί τι Ar.Nu.1487, Eq.169; ἐπαναβεβηκότες mounted (on horseback), Hdt.3.85; of a star, rise above the horizon, Arist.Mete.342b34.    2 of animals, cover, Id.HA540a22, Clearch.36.    3 come upon, τὸ γῆρας ἐπαναβάν Com.Adesp.612.    II go up inland, Th. 7.29.    III to be promoted, εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας X.Cyr.2.1.23.    2 of αἰτίαι and ἀρχαί, mount upwards, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Arist. Metaph.990a6, cf. Ph.257a22; τὸ ἐπαναβεβηκός higher or more ultimate principle, S.E.P.1.174; the genus, Sor.2.6; [ἀρχῆς] οὐδεὶς ἂν εὕροι ἁπλουστέραν οὐδὲ ἐπαναβεβηκυῖαν ἡντινοῦν Plot.2.9.1; search for higher principles, ἐ. ἀεὶ εἰς ἄπειρον Id.3.6.1; ἐπαναβεβηκότα τῇ ψυχῇ [νοῦν] Id.6.9.5.    b transcend, c. gen., Anon.in Prm. in Rh.Mus.47.617; also c. dat., ἐνέργεια -βεβηκυῖα πάσαις καὶ χρωμένη αὐταῖς ὡς ὀργάνοις ibid.

German (Pape)

[Seite 899] (s. βαίνω), poet. ἐπαμβαίνω, hinaufsteigen, z. B. aufs Pferd, αὐτῶν ἐπαναβεβηκό των, nachdem sie aufgesessen waren, Her. 3, 85; vom Meere aus, landeinwärts, Thuc. 7, 29; die Mauern ersteigen, Xen. Hell. 7, 2, 8; ἐπὶ τὸ φροντιστήριον Ar. Nubb. 1487; ἐπ' ἐκεῖνο Plat. Tim. 63 b; εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας Xen. Cyr. 2, 1, 23, zum Tariarchen befördert werden; von Sternen, Arist. meteor. 1, 6. – Bei Sezt. Emp. ist τὸ ἐπαναβεβηκός das Darüberstehende, wozu man weiter hinausgeht, adv. math. 8, 32 Pyrrh. 1, 38, das Generelle. – Von Thieren, bespringen, Arist. de anim. 6, 23; Ath. XIII, 605 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀναβαίνω ἐπί τινος, ἀναβαίνω, ἐπί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1487, πρβλ. Ἱππ. 169· ἐπαναβεβηκότων (δηλ. ἐπὶ τῶν ἵππων) Ἡρόδ. 3. 85· ἐπὶ ἀστέρος, ὑψοῦμαι, ἀναφαίνομαι ὑπεράνω τοῦ ὁρίζοντος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, ὀχεύω, βατεύω, ὁ αὐτὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κ. ἀλλ. 3) ἐπέρχομαι, τὸ γῆρας ἐπαναβὰν Κωμ. Ἀνώνυμ. 58. ΙΙ. βαίνω, πηγαίνω εἰς τὰ μεσόγαια, Θουκ. 7. 29. ΙΙΙ. ἀνέρχομαι, ἀναβαίνω, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· ἐπὶ αἰτιῶν, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 19, πρβλ. Φυσ. 8. 5, 14· τὸ ἐπαναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 174.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαναβήσομαι;
1 monter sur, abs. monter à cheval;
2 fig. monter vers, dans l’intérieur d’un pays.
Étymologie: ἐπί, ἀναβαίνω.

Greek Monolingual

ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) βαίνω
1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ' ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ'», Αριοτοφ.)
2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.)
3. (για αρχές και αίτια) ανεβαίνω αναζητώντας
4. υπερβαίνω
μσν.
(για ηλικία) ενηλικιώνομαι
αρχ.
1. (για αστέρι) φαίνομαι στον ορίζοντα
2. (για ζώο) βατεύω
3. (για κακό) επανέρχομαι
4. πηγαίνω προς τα μεσόγεια
5. υπερέχω
6. ερευνώ τις ύψιστες αρχές των όντων
7. (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το έπαναβεβηκος ή ἀρχὴ ἐπαναβεβηκυῑα
η ακρότατη, η ύψιστη αρχή.