κλήδην: Difference between revisions

20
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[καλέω]]): by [[name]], Il. 9.11†.
|auten=([[καλέω]]): by [[name]], Il. 9.11†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλήδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («[[κλήδην]] εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>κλή</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του <i>καλῶ</i>), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή [[βαθμίδα]] <i>kl</i><i>ē</i>- της αρχικής δισύλλαβης ρίζας <i>kal</i><i>ē</i>-, στην οποία ανάγεται το <i>καλῶ</i>].
}}
}}