3,274,216
edits
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιλιοδαίμων''': -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. [[σοροδαίμων]]. | |lstext='''κοιλιοδαίμων''': -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. [[σοροδαίμων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιλιοδαίμων]], -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)<br />(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την [[κοιλιά]], [[κοιλιόδουλος]] («[[γάστρων]] και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βροτο</i>-[[δαίμων]], <i>νεκυ</i>-[[δαίμων]])]. | |||
}} | }} |