κοιλιοδαίμων: Difference between revisions

21
(6_19)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλιοδαίμων''': -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. [[σοροδαίμων]].
|lstext='''κοιλιοδαίμων''': -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. [[σοροδαίμων]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλιοδαίμων]], -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)<br />(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την [[κοιλιά]], [[κοιλιόδουλος]] («[[γάστρων]] και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βροτο</i>-[[δαίμων]], <i>νεκυ</i>-[[δαίμων]])].
}}
}}