κοιλόφωνος: Difference between revisions

21
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλόφωνος''': -ον, ἔχων κοίλην, ὑπόκωφον, βαθεῖαν φωνήν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ληκυθιστής]].
|lstext='''κοιλόφωνος''': -ον, ἔχων κοίλην, ὑπόκωφον, βαθεῖαν φωνήν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ληκυθιστής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοιλοφώνως</i> (Α)<br />με [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]] («κοιλοφώνως λαρυγγίζειν», Φιλόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, <i>μεσό</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}