κύβελα: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_21)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύβελα''': τά, ἄντρα καὶ φωλεοὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡσύχ.
|lstext='''κύβελα''': τά, ἄντρα καὶ φωλεοὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύβελα]], τὰ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> φωλιές άγριων θηρίων.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κύβελα: τά, ἄντρα καὶ φωλεοὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κύβελα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φωλιές άγριων θηρίων.