κύλισμα: Difference between revisions

1,180 bytes added ,  29 September 2017
22
(T22)
(22)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[κυλισμός]]) κυλισμου, ὁ, equivalent to κυλισις, a [[rolling]], wallowing (Hippiatr., p. 204,4; (cf. Theod.)): [[εἰς]] κυλισμμον βορβόρου, to a [[rolling]] of itself in [[mud]] (to wallowing in the [[mire]]), T Tr [[text]] WH. See the [[preceding]] [[word]].
|txtha=([[κυλισμός]]) κυλισμου, ὁ, equivalent to κυλισις, a [[rolling]], wallowing (Hippiatr., p. 204,4; (cf. Theod.)): [[εἰς]] κυλισμμον βορβόρου, to a [[rolling]] of itself in [[mud]] (to wallowing in the [[mire]]), T Tr [[text]] WH. See the [[preceding]] [[word]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κύλισμα]]) [[κυλίνδω]]<br />το να κυλιέται [[κάποιος]] σε μια [[επιφάνεια]], [[κύλιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «διαστολικό [[κύλισμα]]» — [[φύσημα]] με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό [[εύρημα]] επί στενώσεως της μιτροειδούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πέρασμα]] του χρόνου<br /><b>2.</b> [[αλλαγή]], [[στροφή]], [[αστάθεια]] της τύχης<br /><b>3.</b> (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα [[σημεία]] του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[μέρος]] όπου κυλιέται [[κάποιος]], [[κυλίστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βώλος]] που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την [[κοπριά]] τών ζώων.
}}
}}