λάτρευμα: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />service de mercenaire ; <i>p. ext.</i> service des dieux, culte.<br />'''Étymologie:''' [[λατρεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br />service de mercenaire ; <i>p. ext.</i> service des dieux, culte.<br />'''Étymologie:''' [[λατρεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λάτρευμα]], τὸ (Α) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λατρεύματα</i><br />α) [[υπηρεσία]] που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή [[υπηρεσία]], <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[λατρεία]] που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («ὅς με... Ἑλλάδι [[λάτρευμα]] γᾱθεν ἐξορίζει», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}