λιθωμότης: Difference between revisions

23
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθωμότης''': -ου, ὁ, ὁ ὁρκιζόμενος παρὰ τὸ βῆμα ([[λίθος]] VI. 3), Κωμ. Ἀνών. (159) παρ’ Ἡσυχ.
|lstext='''λῐθωμότης''': -ου, ὁ, ὁ ὁρκιζόμενος παρὰ τὸ βῆμα ([[λίθος]] VI. 3), Κωμ. Ἀνών. (159) παρ’ Ἡσυχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιθωμότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμότης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ορκ</i>-<i>ωμότης</i>, <i>συν</i>-<i>ωμότης</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}