μεγαλόσαρκος: Difference between revisions

24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, [[πολύσαρκος]], Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26).
|lstext='''μεγᾰλόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, [[πολύσαρκος]], Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26).
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόσαρκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες σάρκες<br /><b>2.</b> [[σαρκικός]], [[αισθησιακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπό</i>-<i>σαρκος</i>)].
}}
}}