μελάμπους: Difference between revisions

24
(6_14)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάμπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, [[ἀρχαῖον]] ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4˙ παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]].
|lstext='''μελάμπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, [[ἀρχαῖον]] ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4˙ παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον [[ὄνομα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάμπους]], -ουν (ΑM, Α και [[μελανόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει μαύρα πόδια<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μαύρος]], [[μελαψός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τη [[νύχτα]]) [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]], [[μαύρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μελάμποδες</i><br />[[προσωνυμία]] τών Αιγυπτίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Οιδί</i>-[[πους]], <i>τετρά</i>-[[πους]])].
}}
}}