ἄσειρος: Difference between revisions

6
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene tiro]] ἵππος <i>Trag.Adesp</i>.200, cf. Eust.1734.2.
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene tiro]] ἵππος <i>Trag.Adesp</i>.200, cf. Eust.1734.2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἄσειρος]], -ον) [[σειρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει ταπεινή [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[καχεκτικός]], [[αδύνατος]]<br /><b>3.</b> «ἄσειρον [[ἱστίον]]» — το [[πανί]] που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας<br /><b>μσν.</b><br />«[[ἄσειρος]] [[ἵππος]]» — ο [[άδετος]].
}}
}}