ἀττέλαβος: Difference between revisions

6
(Bailly1_1)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de sauterelle (sans ailes LSJ), <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt.
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte de sauterelle (sans ailes LSJ), <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀττέλαβος]], -λεβος)<br />μικρό [[σκαθάρι]] του οποίου το θηλυκό περιτυλίγει σε [[σχήμα]] τσιγάρου τα φύλλα της βαλανιδιάς και του αμπελιού για ν' αποθέσει τα αβγά του, κν. τσιγαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. που άλλοι θεωρούν σημιτικής και άλλοι αιγυπτιακής προελεύσεως].
}}
}}