γυναικεῖος: Difference between revisions

8
(T22)
(8)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=γυναικεῖα, [[γυναικεῖον]], of or belonging to a [[woman]], [[feminine]], [[female]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept.)  
|txtha=γυναικεῖα, [[γυναικεῖον]], of or belonging to a [[woman]], [[feminine]], [[female]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept.)  
}}
{{grml
|mltxt=και [[γυναικείος]], -α, -ο (AM [[γυναικείος]], -α, -ον<br />Α και [[γυναικήιος]], -η, -ον<br />Μ και [[γυναικείος]], -α, -ον)<br />Ι. 1. αυτός που ανήκει σε [[γυναίκα]] ή προορίζεται γι' αυτήν<br /><b>2.</b> αυτός που ταιριάζει σε [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θηλυπρεπής]]<br />II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>ἡ γυναικηΐη</i><br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γυναικών]]<br />III. <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το γυναικείο</i> (Μ γυναικεῑον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[γυναικωνίτης]] της εκκλησίας<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χώρος]] εργασίας τών [[γυναικών]]<br />IV. (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα γυναικεία</i> και γυναικεία (AM τὰ γυναικεῑα)<br /><b>1.</b> τα γεννητικά όργανα της γυναίκας<br /><b>2.</b> τα [[έμμηνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> γυναικολογικές διαταραχές<br /><b>2.</b> αφροδίσια νοσήματα<br /><b>3.</b> γυναικεία φορέματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απασχολήσεις τών [[γυναικών]]<br /><b>2.</b> φάρμακα για γυναικολογικές παθήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γυναικείος]], [[γυναικήιος]] <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρείος]], <i>ανδρήιος</i>)].
}}
}}