δερμύλλω: Difference between revisions

9
(big3_10)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[desollar]] sent. obsc. [[masturbar]] ἑαυτόν Sch.Ar.<i>Nu</i>.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch.
|dgtxt=[[desollar]] sent. obsc. [[masturbar]] ἑαυτόν Sch.Ar.<i>Nu</i>.734, cf. δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[δερμύλλω]] (Α)<br />έχω [[στύση]] του πέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ύλλω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βδύλλω]], [[εξαπατύλλω]]). Η λ. μαρτυρείται και ως [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>δερμύλλει</i><br />αισχροποιεί, οι δέ εκδέρει»].
}}
}}