διάτραμις: Difference between revisions

9
(6_14)
(9)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάτρᾰμις''': ὁ, ἡ, = [[λισπόπυγος]], Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15.
|lstext='''διάτρᾰμις''': ὁ, ἡ, = [[λισπόπυγος]], Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[διάτραμις]] (-εως), ο (Α) [[τράμις]]<br />(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — [[εκείνος]] του οποίου η [[τράμις]], ο [[πρωκτός]], έχει [[πλέον]] διαρραγεί, ο ξεσκισμένος.
}}
}}