διαφύρω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(big3_11)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[mezclar]] en v. pas. τριὰς τελεία ... οὐδὲ πρὸς ἑαυτὴν διαφυρομένη Epiph.Const.<i>Haer</i>.76.37 (cód.).
|dgtxt=[[mezclar]] en v. pas. τριὰς τελεία ... οὐδὲ πρὸς ἑαυτὴν διαφυρομένη Epiph.Const.<i>Haer</i>.76.37 (cód.).
}}
{{grml
|mltxt=[[διαφύρω]] (Α)<br /> [[ανακατώνω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Spanish (DGE)

mezclar en v. pas. τριὰς τελεία ... οὐδὲ πρὸς ἑαυτὴν διαφυρομένη Epiph.Const.Haer.76.37 (cód.).

Greek Monolingual

διαφύρω (Α)
ανακατώνω.