3,274,159
edits
(b) |
(10) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0695.png Seite 695]] dorisch, Her. u. Att. die gew. Form. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0695.png Seite 695]] dorisch, Her. u. Att. die gew. Form. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δωρικός]], -ή, -όν<br />Α και [[δωριακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική [[απλότητα]], [[λιτότητα]], [[αδρότητα]] κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δωρικός]] [[κίων]], δωρική [[κολόνα]]»<br /><b>2.</b> «[[δωρικός]] [[ναός]], [[ρυθμός]]» — [[αρχιτεκτονικός]] [[ρυθμός]] της ελληνικής αρχαιότητας [[χαρακτηριστικός]] για την οργανική [[συνοχή]] τών μελών του [[μεταξύ]] τους και [[προς]] το [[σύνολο]], για την αρμονική [[αντίθεση]] στηριζόντων και στηριζόμενων μελών, [[καθώς]] και την αγαλματικότητά του<br /><b>3.</b> «δωρικοὶ ἔρωτες» — ομοφυλοφιλικές σχέσεις αντρών. | |||
}} | }} |