Anonymous

ἔμποδος: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14)
(11)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que constituye un obstáculo]] οὐδὲν γὰρ ἔμποδον ἔσται τοῖς ὄπισθεν μαχομένοις Ascl.<i>Tact</i>.2.1.
|dgtxt=-ον<br />[[que constituye un obstáculo]] οὐδὲν γὰρ ἔμποδον ἔσται τοῖς ὄπισθεν μαχομένοις Ascl.<i>Tact</i>.2.1.
}}
{{grml
|mltxt=-ο(ς), -ο(ν) (AM [[ἔμποδος]], -ον, Μ και [[ἔμποδος]], -ο[ς], -ο[ν])<br />αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(και τα [[τρία]] γένη ως ουσ.) <i>ο [[έμποδος]], <i>η έμποδο</i>(<i>ς</i>), <i>το έμποδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[εμπόδιο]], [[δυσκολία]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]] (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας», Χρον.Mop.<br />β. «[[δίχως]] καμίαν ἔμποδον ἐσέβησαν στὴν πόλιν», Θησ.<br />γ. «την ύπαρξη σου αρνούνται, για να μη σ' έχουν έμποδο», Βαλαωρ.).
}}
}}