ἐπαγωγός: Difference between revisions

12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui amène à soi, qui attire, engageant, séduisant <i>en parl. de choses</i> ; ἐπ. τινος qui attire <i>ou</i> se concilie qqn ; [[πρός]] [[τι]] XÉN qui amène par la persuasion à faire qch;<br /><i>Sp.</i> ἐπαγωγότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπάγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui amène à soi, qui attire, engageant, séduisant <i>en parl. de choses</i> ; ἐπ. τινος qui attire <i>ou</i> se concilie qqn ; [[πρός]] [[τι]] XÉN qui amène par la persuasion à faire qch;<br /><i>Sp.</i> ἐπαγωγότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[ἐπαγωγός]], -όν) [[επάγω]]<br />[[ελκυστικός]], [[θελκτικός]], [[γοητευτικός]] («[[επαγωγός]] [[δάσκαλος]]», «[[επαγωγός]] [[διδασκαλία]], [[ομιλία]]», «επαγωγό [[θέμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει ή προκαλεί [[κάτι]] («[[ἐπαγωγός]] μανίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απατηλός]], [[σαγηνευτικός]] («ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επιδρά ελκυστικά, που παρασύρει<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) [[νόστιμος]] («[[ὄψον]] ἐπαγωγὸν [[πάνυ]]»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπαγωγόν</i><br />[[ελκυστικότητα]], [[προσέλκυση]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. επιρρηματικώς) <i>έπαγωγόν</i><br />θελκτικά, γοητευτικά.
}}
}}