ἐπιγίγνομαι: Difference between revisions

13
(Autenrieth)
(13)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[draw]] on, [[approach]], Il. 6.148†.
|auten=[[draw]] on, [[approach]], Il. 6.148†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιγίγνομαι]] και ἐπιγίνομαι (AM) [[γίγνομαι]]<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]] («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί»<br />«οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ' [[ὕστερον]] ἐπιγέγονεν»)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[μετά]] από κάποιον ή [[κάτι]] («[[οὔπω]] πατὴρ ἦν, [[ὕστερον]] δ' ἐπεγένετο [[πατήρ]]»)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] ως [[εκπλήρωση]] («τὸ [[τέλος]] Περσέων ἑκάστῳ ἐπιγενέσθαι οἶον ἐμοὶ ἐπιγέγονεν»)<br /><b>4.</b> εμφανίζομαι [[κατόπιν]] («ἐπὶ δὲ τῇ ναυμαχίῃ ἐπεγένετο Ἱστιαῑος»)·)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρόνο ή [[εποχή]]) [[έρχομαι]] [[κατόπιν]], [[ακολουθώ]] («ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη»)<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] («[[ὅπως]] ἔτυχέ τῳ ἐπεγένετό τι»)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> (για χρηματικό [[ποσό]]) απαιτούμαι<br /><b>5.</b> [[ενυπάρχω]] σε [[κάτι]] («δόξῃ μὲν ἐπιγίγνεσθον ψεῡδός τε καὶ ἀληθές»<br /><b>6.</b> [[προστίθεμαι]] σε [[κάτι]].
}}
}}