ἐποχεύω: Difference between revisions

14
(6_6)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐποχεύω''': ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιπηδῶ, [[ὀχεύω]], βατεύω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 6. Μέσ., συνδυάζομαι, ἑνοῦμαι, θερμὸν δ’ ἐποχεύετο θερμῷ Ἐμπεδ. παρὰ Μακροβ. 7. 5.
|lstext='''ἐποχεύω''': ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιπηδῶ, [[ὀχεύω]], βατεύω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 6. Μέσ., συνδυάζομαι, ἑνοῦμαι, θερμὸν δ’ ἐποχεύετο θερμῷ Ἐμπεδ. παρὰ Μακροβ. 7. 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐποχεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[αρσενικό]]) [[βατεύω]], [[οχεύω]], [[πηδώ]].<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]]) ανακατώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οχεύω]] «[[επιβαίνω]]»].
}}
}}