εὐένδοτος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐένδοτος''': -ον, εὐκόλως ἐνδίδων, γῆ μαλακή καὶ [[εὐένδοτος]] Στράβων 740.
|lstext='''εὐένδοτος''': -ον, εὐκόλως ἐνδίδων, γῆ μαλακή καὶ [[εὐένδοτος]] Στράβων 740.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐένδοτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ [[εὐένδοτος]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδύνατος]] ηθικά, ο [[μαλακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εν</i>-<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εν</i>-[[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ένδοτος</i>].
}}
}}