Anonymous

εὐμενής: Difference between revisions

From LSJ
15
(SL_1)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὐμενής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[kindly]] of gods, and things [[inspired]] by gods. ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ (O. 14.16) εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις (P. 2.25) εὐμενεῖ νόῳ of [[Apollo]] (P. 8.18) [[παρθένος]] εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.78) Λατόος [[ἔνθα]] με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.45)
|sltr=[[εὐμενής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[kindly]] of gods, and things [[inspired]] by gods. ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ (O. 14.16) εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις (P. 2.25) εὐμενεῖ νόῳ of [[Apollo]] (P. 8.18) [[παρθένος]] εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.78) Λατόος [[ἔνθα]] με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.45)
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμενής]])<br /><b>1.</b> (για θεούς και ανθρώπους) ευνοϊκά διατεθειμένος, [[ευνοϊκός]], [[αγαθός]], [[καλός]], [[καλοπροαίρετος]] (α. «Ποσείδαον, εὐμενὲς [[ἦτορ]] ἔχων», <b>Πίνδ.</b><br />β. «εὐμενεῑς γὰρ ὄντας ἡμᾱς τῶνδε συμβούλους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐμενές</i><br />α. η [[εύνοια]] τών θεών<br />β. <b>γεν.</b> η [[ευμένεια]]<br /><b>2.</b> (για ενέργειες ή καταστάσεις) [[καλός]], [[ευνοϊκός]] («εὐμενεῑ τύχᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τόπους και πράγματα) [[ευνοϊκός]], [[κατάλληλος]] («γῃ εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για νερά ποταμού) [[ευεργετικός]] («Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῑ πότῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τον αέρα) [[ήπιος]], [[μαλακός]]<br /><b>6.</b> (για φάρμακα) [[θεραπευτικός]], [[ευεργετικός]], [[ανακουφιστικός]]<br /><b>7.</b> [[ευχάριστος]]<br /><b>8.</b> (για δρόμο) [[εύκολος]], ευκολοδιάβατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μένος]])].
}}
}}