3,258,326
edits
(15) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπετής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για γεγονότα) [[ευνοϊκός]], [[ευτυχής]]<br /><b>3.</b> (για τον ρυθμό του λόγου) [[εύστροφος]], [[ευφραδής]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐπετές</i><br />η [[ευστροφία]] του λόγου<br /><b>5.</b> [[εύκολος]], [[ευκολοκατόρθωτος]], [[ευχερής]]<br /><b>6.</b> (για ρούχα ή όπλα) αυτός που φέρεται εύκολα, ο [[ελαφρός]]<br /><b>7.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που προσβάλλεται εύκολα<br /><b>8.</b> αυτός που γίνεται βιαστικά, εσπευσμένα<br /><b>9.</b> αυτός που [[πετά]] εύκολα, [[ελαφρά]], [[επιδέξια]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[εύκολος]] στον χαρακτήρα, που ευχαριστείται εύκολα, [[βολικός]], [[καλόβολος]]<br /><b>11.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>12.</b> «εὐπετές ἐστι» — [[είναι]] εύκολο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπετῶς</i> και -<i>έως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[άκοπα]], εύκολα<br /><b>2.</b> ευνοϊκά, με τρόπο ευτυχή<br /><b>3.</b> άνετα, ευρύχωρα<br /><b>4.</b> με [[προθυμία]], με [[ανεκτικότητα]]<br /><b>5.</b> πλήρως, αρτίως, εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη ρηματική [[έκφραση]] <i>ευ [[πίπτω]] «[[αποβαίνω]] ευνοϊκά». Στο σύνθετο υπόκειται η [[ρίζα]] <i>πετ</i>- του αοριστικού θ. του ρ. (αορ. β' <i>έ</i>-<i>πετ</i>-<i>ον</i>)]. | |mltxt=[[εὐπετής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για γεγονότα) [[ευνοϊκός]], [[ευτυχής]]<br /><b>3.</b> (για τον ρυθμό του λόγου) [[εύστροφος]], [[ευφραδής]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐπετές</i><br />η [[ευστροφία]] του λόγου<br /><b>5.</b> [[εύκολος]], [[ευκολοκατόρθωτος]], [[ευχερής]]<br /><b>6.</b> (για ρούχα ή όπλα) αυτός που φέρεται εύκολα, ο [[ελαφρός]]<br /><b>7.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που προσβάλλεται εύκολα<br /><b>8.</b> αυτός που γίνεται βιαστικά, εσπευσμένα<br /><b>9.</b> αυτός που [[πετά]] εύκολα, [[ελαφρά]], [[επιδέξια]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[εύκολος]] στον χαρακτήρα, που ευχαριστείται εύκολα, [[βολικός]], [[καλόβολος]]<br /><b>11.</b> [[πρόθυμος]]<br /><b>12.</b> «εὐπετές ἐστι» — [[είναι]] εύκολο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπετῶς</i> και -<i>έως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[άκοπα]], εύκολα<br /><b>2.</b> ευνοϊκά, με τρόπο ευτυχή<br /><b>3.</b> άνετα, ευρύχωρα<br /><b>4.</b> με [[προθυμία]], με [[ανεκτικότητα]]<br /><b>5.</b> πλήρως, αρτίως, εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη ρηματική [[έκφραση]] <i>ευ [[πίπτω]] «[[αποβαίνω]] ευνοϊκά». Στο σύνθετο υπόκειται η [[ρίζα]] <i>πετ</i>- του αοριστικού θ. του ρ. (αορ. β' <i>έ</i>-<i>πετ</i>-<i>ον</i>)]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπέτης]], ό (ΑΜ)<br />αυτός που πετάει καλά. | |||
}} | }} |