ζητητικός: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> est apte à rechercher, à examiner.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui aime <i>ou</i> est apte à rechercher, à examiner.<br />'''Étymologie:''' [[ζητέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζητητικός]], -ή, -όν) [[ζητητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τάση]] για πνευματικές έρευνες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Ζητητικοί</i><br />οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η ζητητική</i><br />το φιλοσοφικό [[σύστημα]] τών ζητητικών, η Σκεπτική [[φιλοσοφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για διαλόγους) αυτός στον οποίο αναζητείται η [[αλήθεια]] («ὅ τε [[ὑφηγητικός]], καὶ ὁ [[ζητητικός]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ζητητικόν</i><br />η [[αναζήτηση]] της αλήθειας («τὸ ζητητικὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῡ Σωκράτους λόγοι», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζητητικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αποσκοπεί στην [[ανεύρεση]] της αλήθειας.
}}
}}