θαμνώδης: Difference between revisions

16
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαμνώδης''': -ες, = [[θαμνοειδής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5.
|lstext='''θαμνώδης''': -ες, = [[θαμνοειδής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[θαμνώδης]], -ώδες) [[θάμνος]]<br />ο [[θαμνοειδής]], αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο καλυμμένος από θάμνους, ο [[θαμνόφυτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θαμνώδης]] [[διάπλαση]]» — [[τύπος]] βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι.
}}
}}