3,277,060
edits
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θαμνώδης''': -ες, = [[θαμνοειδής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5. | |lstext='''θαμνώδης''': -ες, = [[θαμνοειδής]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[θαμνώδης]], -ώδες) [[θάμνος]]<br />ο [[θαμνοειδής]], αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο καλυμμένος από θάμνους, ο [[θαμνόφυτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θαμνώδης]] [[διάπλαση]]» — [[τύπος]] βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι. | |||
}} | }} |