3,274,916
edits
(6_11) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, [[εἶδος]] βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18. | |lstext='''θεριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, [[εἶδος]] βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεριστός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[θερίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θεριστά</i><br />ό,τι έχει θεριστεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θεριστόν</i><br />[[είδος]] βάλσαμου. | |||
}} | }} |