3,277,002
edits
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰάνθῐνος''': -η, -ον, (ἴον, [[ἄνθος]]) ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, παρὰ Πλιν. οὐσιαστ. ἴανθος, ὁ, ἢ ἴανθον, τό, = ἴον, «ἴανθον· [[ἄνθος]], καὶ χρῶμά τι πορφυροειδές» Ἡσύχ., Θεογνώστου Κανόνες 18. 2. | |lstext='''ἰάνθῐνος''': -η, -ον, (ἴον, [[ἄνθος]]) ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ἴου, παρὰ Πλιν. οὐσιαστ. ἴανθος, ὁ, ἢ ἴανθον, τό, = ἴον, «ἴανθον· [[ἄνθος]], καὶ χρῶμά τι πορφυροειδές» Ἡσύχ., Θεογνώστου Κανόνες 18. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάνθινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιανθίνη</i><br /><b>ζωολ.</b> πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο [[μαλάκιο]] της οικογένειας janthinidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίον</i> «[[βιολέτα]]» <span style="color: red;">+</span> επίθ. [[άνθινος]] (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]). Από το [[ιάνθινος]] προέρχεται υποχωρητικά η λ. [[ίανθος]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>janthina</i> «ιανθίνη»]. | |||
}} | }} |