3,274,313
edits
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />propriété particulière, caractère propre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]]. | |btext=ατος (τό) :<br />propriété particulière, caractère propre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἰδίωμα]]) [[ιδιούμαι]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] κάποιου, η [[ιδιότητα]]<br /><b>2.</b> επιμέρους [[διάλεκτος]], υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή [[διάλεκτος]] περιλαμβάνει το [[ιδίωμα]] της Ζακύνθου, το [[ιδίωμα]] της Κέρκυρας κ.λπ.»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]] («έχει πολύ [[κακά]] ιδιώματα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φύση]], [[υπόσταση]] («χωρίζεται ο Θεός εις [[τρία]] μέρη, διά μέσου του χωρισμού... τών ιδιωμάτων τών τριών προσώπων»)<br /><b>2.</b> όψη, [[φυσιογνωμία]]<br /><b>3.</b> προσωπική [[περιουσία]], [[ιδιοκτησία]]<br /><b>4.</b> [[ιδιοσυγκρασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεχωριστός]], ιδιάζων, [[ασυνήθης]] [[τρόπος]] εκφράσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέμα]], [[αντικείμενο]] («τὸ [[ἰδίωμα]] τῆς πραγματείας»)<br /><b>2.</b> το ύφος («παιανικόν [[ιδίωμα]]»). | |||
}} | }} |