3,277,172
edits
(6_17) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων καλοὺς ὀφθαλμούς, Πορφύρ. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. σ. 314, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε, κατὰ διόρθ. Σκαλιγέρου ἀντὶ [[μαλακόφθαλμος]], ἀλλ’ ἤδη διωρθώθη ἐπιτυχῶς: [[μεσόφθαλμος]]. | |lstext='''καλόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων καλοὺς ὀφθαλμούς, Πορφύρ. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. σ. 314, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε, κατὰ διόρθ. Σκαλιγέρου ἀντὶ [[μαλακόφθαλμος]], ἀλλ’ ἤδη διωρθώθη ἐπιτυχῶς: [[μεσόφθαλμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλόφθαλμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]]. | |||
}} | }} |