καλλιπρόσωπος: Difference between revisions

18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιπρόσωπος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[πρόσωπον]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 564Ε.
|lstext='''καλλιπρόσωπος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[πρόσωπον]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 564Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]].
}}
}}