καρπίον: Difference between revisions

19
(6_22)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ καρπός, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 32. ΙΙ. «ἑλλέβορον, τὸ ἰδιωτικῶς [[καρπίον]] καλούμενον» Ἱππιατρ. σ. 43, 15.
|lstext='''καρπίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ καρπός, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 32. ΙΙ. «ἑλλέβορον, τὸ ἰδιωτικῶς [[καρπίον]] καλούμενον» Ἱππιατρ. σ. 43, 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρπίον]], τὸ (AM) [[[καρπός]] (Ι)]<br /><b>μσν.</b><br />το [[φυτό]] [[ελλέβορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[καρπός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[καρπία]]<br />κλονία», τα ισχία.
}}
}}