κανόνιον: Difference between revisions

19
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰνόνιον''': το, ὑποκοριστ. τοῦ [[κανών]], Ἥρων ἐν Μath. Vett. 251. II. = τῷ ἑπομ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 149, 153. ΙΙΙ. = σταμίς, Πολύδ. Α΄, 92. ΙV. [[διάγραμμα]] πρὸς εὕρεσιν τοῦ Πάσχα κλ., Μάξιμ. Ὁμολ. 1217C κἑξ.
|lstext='''κᾰνόνιον''': το, ὑποκοριστ. τοῦ [[κανών]], Ἥρων ἐν Μath. Vett. 251. II. = τῷ ἑπομ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 149, 153. ΙΙΙ. = σταμίς, Πολύδ. Α΄, 92. ΙV. [[διάγραμμα]] πρὸς εὕρεσιν τοῦ Πάσχα κλ., Μάξιμ. Ὁμολ. 1217C κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κανόνιον]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[διάγραμμα]] για τον καθορισμό του [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[ράβδος]] για [[μέτρηση]] γραμμών ή επιφανειών<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] ή όργανο για [[μέτρηση]] τόξων<br /><b>3.</b> καθένα από τα [[ορθά]] ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου<br /><b>4.</b> μαθηματικό [[διάγραμμα]]<br /><b>5.</b> (ως υποκορ. του [[κανών]]) όργανο που είχε μια [[χορδή]] και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>λόγ</i>-<i>ιον</i>, <i>μαχαίρ</i>-<i>ιον</i>].
}}
}}