καταβιβασμός: Difference between revisions

19
(6_15)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβιβασμός''': ὁ, τὸ καταβιβάζειν, Πρόκλ. παράφ. Πτολ. σ. 67. 8. ΙΙ. ἡ καταβίβασις τοῦ τόνου πρὸς τὸ [[τέλος]] τῆς λέξεως, Εὐστ. 1361. 39· οὕτω, καταβίβασις, εως, ἡ, «[[ἄνθος]] πλεονασμῷ τοῦ ξ ξάνθος καὶ καταβιβάσει τοῦ τόνου ξανθὸς» Ἐτυμ. Μ. 610. 24.
|lstext='''καταβιβασμός''': ὁ, τὸ καταβιβάζειν, Πρόκλ. παράφ. Πτολ. σ. 67. 8. ΙΙ. ἡ καταβίβασις τοῦ τόνου πρὸς τὸ [[τέλος]] τῆς λέξεως, Εὐστ. 1361. 39· οὕτω, καταβίβασις, εως, ἡ, «[[ἄνθος]] πλεονασμῷ τοῦ ξ ξάνθος καὶ καταβιβάσει τοῦ τόνου ξανθὸς» Ἐτυμ. Μ. 610. 24.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[καταβιβασμός]]) [[καταβιβάζω]]<br /><b>1.</b> [[καταβίβαση]], [[κατέβασμα]], [[χαμήλωμα]], [[μείωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> «[[καταβιβασμός]] τόνου» — το [[κατέβασμα]] του τόνου [[προς]] το [[τέλος]] της λέξεως, [[προς]] τη [[λήγουσα]].
}}
}}