καρποποιός: Difference between revisions

19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρποποιός''': -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.
|lstext='''καρποποιός''': -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρποποιός]], -όν (Α) αυτός που συντελεί στην [[παραγωγή]] καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδο</i>-[[ποιός]], <i>ηθο</i>-[[ποιός]].
}}
}}