κατάπτυσμα: Difference between revisions

19
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπτυσμα''': τό, τὸ καταπτυσθὲν, βδελυρόν τι [[πρᾶγμα]], [[βδέλυγμα]], Εὐστ. Πονημ. 122. 44.
|lstext='''κατάπτυσμα''': τό, τὸ καταπτυσθὲν, βδελυρόν τι [[πρᾶγμα]], [[βδέλυγμα]], Εὐστ. Πονημ. 122. 44.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάπτυσμα]], τὸ (Α) [[καταπτύω]]<br />το κατάπτυστο, το βδελυρό, το [[βδέλυγμα]].
}}
}}