κατάψυκτος: Difference between revisions

20
(6_18)
 
(20)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάψυκτος''': -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
|lstext='''κατάψυκτος''': -ον, ὁ, ὁ δυνάμενος καταψυχθῆναι, νὰ καταψυχθῇ ἢ ὁ κατεψυγμένος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάψυκτος]], -ον (Μ) [[καταψύχω]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κατάψυξη]], ο [[δεκτικός]] καταψύξεως.
}}
}}