κέραφος: Difference between revisions

20
(6_14)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέραφος''': ὁ, «[[χλευασμός]], [[κακολογία]]» Ἡσύχ., ἴδε [[σκέραφος]] καὶ [[σχέραφος]] παρὰ τῷ αὐτῷ.
|lstext='''κέραφος''': ὁ, «[[χλευασμός]], [[κακολογία]]» Ἡσύχ., ἴδε [[σκέραφος]] καὶ [[σχέραφος]] παρὰ τῷ αὐτῷ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέραφος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χλευασμός]], [[κακολογία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[σκέραφος]].
}}
}}