κοιλοκρόταφος: Difference between revisions

21
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλοκρότᾰφος''': -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.
|lstext='''κοιλοκρότᾰφος''': -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλοκρόταφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρόταφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρόταφος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολιχο</i>-[[κρόταφος]], <i>πολιο</i>-[[κρόταφος]].
}}
}}