κοσμοσώστης: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_19) |
(21) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσμοσώστης''': -ου, ὁ, ὁ σῴζων τὸν κόσμον, καὶ θηλ. -[[σώτειρα]], Ἐκκλ. | |lstext='''κοσμοσώστης''': -ου, ὁ, ὁ σῴζων τὸν κόσμον, καὶ θηλ. -[[σώτειρα]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑM [[κοσμοσώστης]])<br />αυτός που σώζει τον κόσμο, τους ανθρώπους. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοσώστης: -ου, ὁ, ὁ σῴζων τὸν κόσμον, καὶ θηλ. -σώτειρα, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (ΑM κοσμοσώστης)
αυτός που σώζει τον κόσμο, τους ανθρώπους.