κριμνίτης: Difference between revisions

21
(6_5)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κριμνίτης''': ἄρτος, ὁ, ἄρτος πεποιημένος ἐκ κρίμνου, [[φαῦλος]], πρόστυχος ἄρτος, Ἀθήν. 646Α· ― οὕτω κριμνατίας ἄρτος (κοινῶς κριμμ-), Ἀρχέστρ. [[αὐτόθι]] 112Β.
|lstext='''κριμνίτης''': ἄρτος, ὁ, ἄρτος πεποιημένος ἐκ κρίμνου, [[φαῦλος]], πρόστυχος ἄρτος, Ἀθήν. 646Α· ― οὕτω κριμνατίας ἄρτος (κοινῶς κριμμ-), Ἀρχέστρ. [[αὐτόθι]] 112Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[κριμνίτης]], ὁ (Α) [[κρίμνον]]<br /><b>φρ.</b> «[[κριμνίτης]] [[ἄρτος]]» — [[άρτος]] παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]], κατώτερης ποιότητας [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίμνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]], κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζυμ</i>-[[ίτης]], <i>ιπν</i>-[[ίτης]]].
}}
}}