κρυστάλλινος: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de cristal.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]].
|btext=η, ον :<br />de cristal.<br />'''Étymologie:''' [[κρύσταλλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κρυστάλλινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που αποτελείται ή [[είναι]] φτιαγμένος από [[κρύσταλλο]] (α. «κρυστάλλινο [[ποτήρι]]» β. «[[κύλικα]] κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κρυστάλλινος]] [[φακός]]» — [[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κρύσταλλο]], [[κρυσταλλένιος]]<br /><b>2.</b> [[διαφανής]], [[διαυγής]] («έχει κρυστάλλινη [[σκέψη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παγετώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρύσταλλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυάλ</i>-<i>ινος</i>, <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}