Κυματολήγη: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(6_10) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κῡμᾰτολήγη''': ἡ, ἡ τὰ κύματα καταπαύουσα, καταπραΰνουσα, [[ὄνομα]] Νηρηΐδος, Ἡσ. Θ. 253. | |lstext='''Κῡμᾰτολήγη''': ἡ, ἡ τὰ κύματα καταπαύουσα, καταπραΰνουσα, [[ὄνομα]] Νηρηΐδος, Ἡσ. Θ. 253. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Κυματολήγη]], ἡ (Α)<br />(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λήγη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λήγω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
Κῡμᾰτολήγη: ἡ, ἡ τὰ κύματα καταπαύουσα, καταπραΰνουσα, ὄνομα Νηρηΐδος, Ἡσ. Θ. 253.
Greek Monolingual
Κυματολήγη, ἡ (Α)
(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -λήγη (< λήγω)].