κυπειρίζω: Difference between revisions

22
(6_13a)
(22)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠπειρίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[ὅμοιος]] κυπείρῳ ἢ [[μυρίζω]] ὡς [[κύπειρος]], Διοσκ. 1. 6.
|lstext='''κῠπειρίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[ὅμοιος]] κυπείρῳ ἢ [[μυρίζω]] ὡς [[κύπειρος]], Διοσκ. 1. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυπειρίζω]], ιων. τ. [[κυπερίζω]] (Α) [[κύπειρον]]<br />[[αναδίδω]] [[οσμή]] κύπερης («[[νάρδος]] κυπειρίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν», <b>Διοσκ.</b>).
}}
}}